αβρόμιστος

αβρόμιστος
-η, -ο
1. εκείνος που δε λερώθηκε, ο καθαρός.
2. αυτός που δεν έπαθε αποσύνθεση, δε βρόμισε: Μ' όλη τη ζέστη το κρέας ήταν αβρόμιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αβρόμιστος — η, ο [βρομίζω] αρρύπαντος, αλέρωτος, καθαρός …   Dictionary of Greek

  • αβρώμιστος — η, ο εσφαλμ. γραφή αντί αβρόμιστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”